- κηξ
- (I)κἠξ (Α)(δωρ. κράση) καὶ ἐξ.————————(II)κήξ, κηκός, ἡ (Α)βλ. καύαξ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καύαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήξ — tern fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠξ — ἐξ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκός — κήξ tern fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆκα — κήξ tern fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆκες — κήξ tern fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύαξ — καύαξ, ακος, ιων. τ. καύηξ, ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α) είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ ἐνθούπησε πεσοῡσ ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και… … Dictionary of Greek
κηκάζω — (Α) κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh… … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
kā̆ u-, kē̆ u-, kū- — kā̆ u , kē̆ u , kū English meaning: to howl Deutsche Übersetzung: ,heulen” Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂. Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary